Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

τό σκάκι είναι το

См. также в других словарях:

  • σκάκι — Το παιχνίδι για δύο άτομα, με πεσσούς, (πιόνια), οι οποίοι καθώς μετακινούνται από τους παίχτες, σύμφωνα με ορισμένους κανόνες, δίνουν τη σχηματική διεξαγωγή μιας μάχης. Κατάγεται πιθανότατα από την Ινδία (η λέξη προέρχεται από το περσικό σαχ,… …   Dictionary of Greek

  • διακόσμηση — Ο εξωραϊσμός, το στόλισμα, η επίθεση στολιδιών σε ένα οικοδόμημα. Δ. χαρακτηρίζεται οτιδήποτε συμπληρώνει τη βασική κατασκευή ενός κτιρίου, στολίζοντας ή εμπλουτίζοντας την εξωτερική ή εσωτερική επιφάνειά του. Αυτό δεν σημαίνει ότι η δ. έχει… …   Dictionary of Greek

  • πόλη — Αστικός συνοικισμός, ο οποίος αποτελείται από ένα σύμπλεγμα δημόσιων και ιδιωτικών κτιρίων, τα οποία χωρίζονται ή συνδέονται μεταξύ τους με δρόμους, πάρκα και πλατείες, και που κατοικείται μόνιμα από σημαντικό αριθμό ανθρώπων –που επιδίδονται σε… …   Dictionary of Greek

  • εγκληματικότητα — Η αναλογία των εγκλημάτων που γίνονται σε δεδομένο τόπο ή χρόνο ή από ορισμένη κατηγορία προσώπων· η τάση, η ροπή προς το έγκλημα. Η στατιστική προσπαθεί να διαπιστώσει την έκταση της ε. και να κατατάξει τις εκδηλώσεις της κατά συγκεκριμένα… …   Dictionary of Greek

  • πεσσεία — Αρχαίο ελληνικό παιγνίδι που παιζόταν από δύο αντιπάλους πάνω σ’ ένα τετράγωνο πίνακα (άβακα) χωρισμένο σε μικρά τετράγωνα (όπως η σημερινή σκακιέρα) με τους πεσσούς. Η πατρότητα του παιγνιδιού αυτού αποδίδεται στον Παλαμήδη, την εποχή που… …   Dictionary of Greek

  • Μεσανατολικό — Όρος με τον οποίο αποδίδεται η μακροχρόνια διαμάχη μεταξύ των αραβικών κρατών της Μέσης Ανατολής (Μικρά Ασία, Αραβική χερσόνησος και βορειοανατολική Αφρική) και του Ισραήλ, σχετικά με εδαφικές και άλλες διεκδικήσεις. Η σύγκρουση του 1948 ανάμεσα… …   Dictionary of Greek

  • Τζιακόζα, Ιωσήφ — (Giacosa, 1847 – 1906). Ιταλός θεατρικός συγγραφέας. Σπούδασε νομικά αλλά επιδόθηκε στη λογοτεχνία. Το πρώτο του έργο με τον τίτλο Δραματικές σκηνές και κωμωδίες είχε μεγάλη επιτυχία και μετά την παράσταση του θεατρικού του έργου Μια παρτίδα… …   Dictionary of Greek

  • νούλα — η (Μ νούλα) μηδέν, μηδενικό («νούλα η νούλα τά φαγε ούλα» λέγεται για κακόπιστους και ιδιοτελείς λογαριασμούς, παροιμ.) νεοελλ. 1. (για πρόσ.) ανάξιος, τιποτένιος («μπορεί ως επιστήμονας να είναι σπουδαίος, αλλά ως άνθρωπος είναι μία νούλα») 2.… …   Dictionary of Greek

  • ρεν — (Rennes). Πόλη της Γαλλίας (κάτ. …), πρωτεύουσα του νομού Ιλ και Βιλέν (έκταση 6775 τ. χλμ., κάτ. …). Η πόλη χωρίζεται σε παλαιά και σε νέα. Η νέα έχει δρόμους μεγάλους και σύγχρονες πολυκατοικίες ενώ η παλαιά, που ανοικοδομήθηκε το 1720 ύστερα… …   Dictionary of Greek

  • Μίντλετον, Τόμας — (Thomas Middleton, Λονδίνο 1580 – Νιούινγκτον Μπατς 1627). Άγγλος θεατρικός συγγραφέας. Αν και καταγόταν από φτωχή οικογένεια, κατόρθωσε να σπουδάσει στην Οξφόρδη χάρη στη γενναιοδωρία ευγενών προστατών. Εξαιρετικά ικανός στιχουργός, άρχισε να… …   Dictionary of Greek

  • τρελός — ή, ό επίρρ. ά 1. παράφρονας, φρενοβλαβής, ψυχοπαθής. 2. μτφ., απερίσκεπτος, ανόητος: Τρελά καμώματα. 3. πολύ άστατος, σκανταλιάρικος: Τρελό παιδί. 4. αυτός που ποθεί κάτι ως την τρέλα: Είναι τρελός γι αυτή. 5. στο σκάκι ο «αξιωματικός» που… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»